- σωληνάκι
- και σουληνάκι, το, Νμικρός σωλήνας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αυλίσκος — ο (AM αὐλίσκος) [αυλός] 1. μικρός αυλός 2. σωληνάκι, καθετήρας αρχ. 1. δικαστική ψήφος 2. ενώτιο, σκουλαρίκι περσικό … Dictionary of Greek
καλαμάκι — Ονομασία δεκατριών οικισμών. 1. Πόλη (υψόμ. 10 μ., 38.047 κάτ.) του νομού Αττικής. Ανήκει στο πολεοδομικό συγκρότημα της πρωτεύουσας, της οποίας ουσιαστικά αποτελεί προάστιο. Βρίσκεται στην ακτή του Σαρωνικού κόλπου, ανάμεσα στο Παλαιό Φάληρο και … Dictionary of Greek
μοτοσικλέτα — Οδικό όχημα με κινητήρα και δύο (ή σπανιότερα τρεις) τροχούς, για μεταφορά προσώπων ή και εμπορευμάτων. Όπως το αυτοκίνητο προήλθε από τις άμαξες, στις οποίες τοποθετήθηκαν κινητήρες ατμού ή εσωτερικής καύσης, έτσι και οι πρώτες μ. γεννήθηκαν από … Dictionary of Greek
αμμορριπή — Εκτόξευση με μεγάλη ταχύτητα άμμου ή μεταλλικών ρινισμάτων για τη λείανση, τον καθαρισμό ή την απόξεση μεταλλικών και άλλων επιφανειών. H α. χρησιμοποιείται ως προετοιμασία των επιφανειών για τις μετέπειτα κατεργασίες (συγκόλληση, βαφή κλπ.) ή… … Dictionary of Greek
σωληνάριο — σωληνάριο, το και σωληνάκι, το μικρός σωλήνας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)